65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου: Tέσσερις εξαιρετικές ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Το Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης περιλαμβάνει 12 ταινίες από όλο τον κόσμο. Τρεις από αυτές είναι ελληνικές. Εμείς ξεχωρίσαμε τέσσερις από αυτές, σας τις παρουσιάζουμε και μιλούμε με τους σκηνοθέτες τους.
Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στο 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, το «Κρέας», η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Δημήτρη Νάκου έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ντεμπούτο που εστιάζει στον κοινωνικό ρεαλισμό κι επενδύει στο καλό σενάριο, τις ωραίες ερμηνείες και την υποβλητική ατμόσφαιρα.
Βρισκόμαστε σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας. Ο Τάκης είναι κτηνοτρόφος κι ετοιμάζει τα εγκαίνια του νέου του κρεοπωλείου. Μια μέρα πριν τα εγκαίνια, ο γιος του, Παύλος σκοτώνει τον γείτονα που διεκδικεί μέρος της γης τους. Μοναδικός μάρτυρας στο συμβάν είναι ο Χρήστος, ένας νεαρός από την Αλβανία, τον οποίο ο Τάκης έχει μαζί του από μικρό παιδί. Η μικρή, κλειστή κοινωνία αντιδρά και ο Τάκης πρέπει να βρει ποιος θα αναλάβει τελικά την ευθύνη για τον φόνο.
«Το Κρέας είναι μια ιστορία για τη συγκάλυψη ενός φόνου στην ελληνική επαρχία. Δεν είναι τόσο μια αστυνομική ταινία, αν και έχει ασφαλώς αστυνομικά στοιχεία. Δεν είναι ένα Who Dunnit, γιατί ξέρουμε από την πολύ αρχή ποιος το έχει κάνει, ποιος είναι ο δολοφόνος. Είναι μια ιστορία συγκάλυψης, μια ιστορία που ψάχνουν να βρουν όχι τον ένοχο, αλλά ποιος θα πάρει την ευθύνη. Επομένως είναι μια ταινία για την ευθύνη, για την ανάληψη της ευθύνης, ενώ υπάρχει επίσης το στοιχείο της προδοσίας και της εξουσίας.
Το σενάριο έχει πολύ δραματικές υφές, το οποίο βγαίνει και στην ταινία, κατά την πραγματοποίησή της. Ωστόσο, ήταν έγνοιά μου από την αρχή και στη συγγραφή και στις πρόβες να υπάρχουν μερικά σημεία, στα οποία θα υπάρξει ένα μικρό χιούμορ. Αυτό έχει διάφορες λειτουργίες. Πρώτον, σπάει το έντονο δραματικό στοιχείο. Το δεύτερο είναι ότι με μια μικρή δόση χιούμορ, αν ακολουθήσει ένα δραματικό στοιχείο, το κάνει ακόμη πιο δραματικό. Τρίτον, αυτά τα μικρά σημεία χιούμορ είναι πραγματική ζωή. Επειδή μου αρέσει ακριβώς ο ρεαλιστικός κινηματογράφος, θεωρώ ότι όσο πιο κοντά είμαστε σε έναν ρεαλισμό, τόσο πιο πραγματικοί βγαίνουν και οι ήρωες και η κατάσταση» ανέφερε ο σκηνοθέτης Δημήτρης Νάκος, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε.
Η ζωή της Τζούλι, του μεγάλου ταλέντου της κορυφαίας ακαδημίας τένις του Βελγίου, περιστρέφεται γύρω από το άθλημα στο οποίο έχει αφοσιωθεί από παιδί. Ωστόσο, η καθημερινότητα στις τάξεις του συλλόγου κλονίζεται από την είδηση της αυτοκτονίας μιας νεαρής αθλήτριας. Μόλις ο προπονητής της Τζούλι βρεθεί στο στόχαστρο των Αρχών και τεθεί εκτός ακαδημίας με συνοπτικές διαδικασίες, όλα τα μέλη του κλαμπ ενθαρρύνονται να βγουν μπροστά και να μιλήσουν. Όμως «Η Τζούλι μένει σιωπηλή». Το καθηλωτικό ντεμπούτο του Λεονάρντο βαν Ντάιλ σκιαγραφεί την τεράστια δυσκολία του να σπάσει τη σιωπή του ένα άτομο που έχει πέσει θύμα κακοποίησης. Πηγή έμπνευσής του είναι η Αντιγόνη του Σοφοκλή. Η ταινία είναι υποψήφια για το φετινό βραβείο Κοινού Lux του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και είναι η επίσημη πρόταση του Βελγίου για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας:
«Προσπάθησα να απομακρυνθώ με έναν τρόπο και να προσεγγίσω την ιστορία όχι ως κάτι τυπικό. Ήθελα να κάνω κάτι επικό. Ήλπιζα ότι θα μπορεί να τη δει κανείς σε 15, 20 χρόνια και να θέτει νέα ερωτήματα για νέα θέματα, που ούτε καν γνωρίζω. Νομίζω ότι αυτή είναι μια σπουδαία ιστορία. Υπάρχουν τόσα πολλά θέματα μέσα σε αυτήν, περισσότερα από αυτά που μπορεί να φανταστεί, ο συγγραφέας της. Κοιτάξτε την ιστορία της Αντιγόνης. Είναι το τέλειο παράδειγμα. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα στην εποχή μας να πω αυτή την ιστορία, ότι δεν είναι μια ταινία για ένα hashtag, αλλά πραγματικά για την ανθρώπινη κατάσταση. Διότι τελικά η σιωπή είναι μέρος της ανθρώπινης κατάστασης. Και είναι κάτι που όλοι μας κουβαλάμε. Είναι κάτι με το οποίο όλοι παλεύουμε. Όλοι έχουμε πράγματα για τα οποία δεν θέλουμε να μιλήσουμε ή δεν ξέρουμε πώς να μιλήσουμε γι' αυτά, ή δεν έχουμε κάποιον να τα συζητήσουμε. Μερικές φορές, ξέρετε, προτιμάμε τη σιωπή. Μερικές φορές δεν τολμάμε να την σπάσουμε. Μερικές φορές, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.
Ήθελα να καταγράψω όλους αυτούς τους λόγους και να τους βάλω στον χαρακτήρα της Τζούλι, ώστε όλοι να μπορούν να ταυτιστούν μ’ αυτό το 15χρονο κορίτσι, επειδή νιώθω ότι αν αρχίσουμε ίσως να ανιχνεύουμε πιο νωρίς τη σιωπή μέσα μας, μπορούμε επίσης ίσως να αντιδράσουμε πιο συμπονετικά προς κάποιον άλλον. Και αυτός ο στόχος, η δημιουργία δηλαδή ενός ασφαλέστερου κόσμου για την Τζούλι είναι να ακούμε τη σιωπή της. Και τελικά αυτός ο κόσμος που θα ήταν καλύτερος για την Τζούλι, είναι επίσης ένας κόσμος που θα είναι πιο ασφαλής και ευχάριστος για όλους μας» επισημαίνει ο σκηνοθέτης Λεονάρντο βαν Ντάιλ.
Το «September Says», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Αριάν Λαμπέντ έκανε την πρεμιέρα της στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο φετινό φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών. Είναι μια κινηματογραφική διασκευή του γοτθικού μυθιστορήματος «Sisters» της Daisy Johnson και παρακολουθεί την ιστορία δύο εφήβων κοριτσιών που έχουν δημιουργήσει τον δικό τους κόσμο, τον δικό τους κώδικα επικοινωνίας. Είναι η Τζουλάι και η Σεπτέμπερ. Είναι αχώριστες, παρόλο που είναι πολύ διαφορετικές. Η Σεπτέμπερ είναι προστατευτική και επιφυλακτική απέναντι στους άλλους, ενώ η Τζουλάι είναι ανοιχτή και διακατέχεται από περιέργεια για τον κόσμο. Η δυναμική μεταξύ τους είναι πηγή ανησυχίας για τη μητέρα τους, η οποία τις μεγαλώνει μόνη της και δεν ξέρει πώς να τις διαχειριστεί. Όταν η Σεπτέμπερ παίρνει αποβολή από το σχολείο, η Τζουλάι πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της και αρχίζει να διεκδικεί την ανεξαρτησία της.
Όταν βρουν καταφύγιο σε ένα παλιό εξοχικό στην Ιρλανδία, η Τζουλάι ανακαλύπτει ότι ο δεσμός της με τη Σεπτέμπερ αλλάζει με τρόπους που δεν μπορεί να κατανοήσει ή να ελέγξει απόλυτα. Η μητέρα τους δεν ξέρει πώς να τις χειριστεί. Μια σειρά από σουρεαλιστικές συναντήσεις οδηγούν την οικογένεια στα όριά της. Η Αριάν Λαμπέντ, που υπογράφει πέρα από την σκηνοθεσία και το σενάριο, έκτισε ένα απόκοσμο εφηβικό σύμπαν, που σε γοητεύει με την ιδιαιτερότητα και τη δύναμή του. Η Γαλλίδα σκηνοθέτις και ηθοποιός βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για την ελληνική πρεμιέρα της ταινίας της:
«Σε αυτές τις δύο αδελφές, υπάρχει η πιο μεγάλη, η Σεπτέμπερ που φαίνεται να έχει τον έλεγχο της μικρότερης Τζουλάι. Η αλήθεια είναι όμως ότι αυτή την έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Ήθελα πολύ να ερευνήσω τη δυναμική της σχέσης τους, το πώς λειτουργούν δύο άνθρωποι που αγαπιούνται τόσο δυνατά και πώς αυτό το είδος αγάπης μπορεί να είναι και πάρα πολύ επικίνδυνο. Βασικά η ταινία μου έδωσε την ευκαιρία να ψάξω τι μπορούν να κάνουν δύο κορίτσια 15 και 16 χρονών, όταν δεν ακολουθούν τους κανόνες της επικοινωνίας και του σχολείου και επίσης πώς μπορούν να επιβιώνουν μέσα σε αυτόν το βίαιο κόσμο που ζούμε. Θεώρησα ότι τα παιχνίδια τους, αυτό που αυτές φτιάχνουν, για να σώσουν η μια την άλλη, ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα ευκαιρία για μένα να ψάξω τι είναι να είσαι 15-16 ετών κορίτσι.
Ήταν επίσης πολύ σημαντικό να υπάρχει και η μητέρα τους, που είναι μόνη της. Ήθελα οι άνδρες να είναι στην άκρη. Υπήρχε στο βιβλίο, αλλά το πούσαρα στο σενάριο. Ήθελα δηλαδή να επικεντρωθούμε σε αυτές τις γυναίκες και να δούμε πράγματα που συνήθως κρύβουμε στο σινεμά, όπως για παράδειγμα γυναίκες που έχουν περίοδο, γυναίκες που έχουν τρίχες. Αυτά τα θέματα έχουν για μένα μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι κάτι που κρύβουμε. Εγώ ήθελα να κάνω το αντίθετο. Να το δείξω και να παίξω με αυτό το στοιχείο. Αυτά τα μικρά πράγματα έχουν πολλή σημασία για μένα».
Τρία αδέρφια, κλεισμένα στο πατρικό τους σπίτι και αποκλεισμένα από την πραγματικότητα, κατασκευάζουν μια χρονομηχανή με σκοπό να επαναφέρουν τη νεκρή μητέρα τους στη ζωή. Όταν ο εκκεντρικός πατέρας τους κάνει την εμφάνισή του, το πείραμα ξεφεύγει από τον έλεγχό τους. Ξεκινάει μια χωροχρονική περιδίνηση. Το παρελθόν και το παρόν γίνονται ένα, καθώς οι ήρωες είναι καθηλωμένοι σε μια ψυχεδελική λούπα, στη δική τους μη ενήλικη πραγματικότητα, από την οποία δεν θέλουν να βγουν. Δέκα χρόνια μετά την απολαυστική «Νορβηγία», ο Γιάννης Βεσλεμές επιστρέφει με το χειροποίητο φιλμ «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο», έναν φόρο τιμής στο σινεμά του φανταστικού της δεκαετίας του ’80. Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Tribeca, τον Ιούνιο που μας πέρασε:
«Μου αρέσει πολύ το σινεμά των ειδών. Απλά, καμιά φορά, βαριέμαι τα κλισέ του. Οπότε μπορεί να πει κανείς ότι η ταινία είναι ένα υβρίδιο από επιστημονική φαντασία, τρόμο, οικογενειακές παιδικές ταινίες, που στην περίπτωσή μας αφορούν πλέον ενήλικες παραδομένους σε ενήλικα πάθη. Η ταινία μου δεν ακολουθεί ακριβώς τη δομή αυτών των ταινιών. Είναι δηλαδή πιο διερευνητική ταινία και σε κάποια σημεία γίνεται αρκετά ψυχεδελική και πειραματική. Ακολουθεί λίγο την ψυχολογία των ηρώων, η οποία είναι προφανώς κατακερματισμένη. Ζουν σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Καταναλώνουν συνέχεια διάφορες ουσίες. Ο δεσποτικός πατέρας τους είναι ένας μοχλός πίεσης για τις επιλογές που κάνουν στη ζωή τους. Είναι προφανώς μια μεταφορά για τον ασφυκτικό ρόλο της οικογένειας και πιο συγκεκριμένα της ελληνικής οικογένειας.
Το σύμπαν της ταινίας εμπνέεται όχι μόνο από τις ταινίες, αλλά και από την τεχνολογία της δεκαετίας του ’80. Κατασκευάσαμε αλλόκοτα και αλλότρια πλάσματα, φτιαγμένα με τα υλικά του παρελθόντος. Επιστρατεύσαμε δηλαδή τις τεχνικές των Animatronics, των puppets, χειροποίητα δηλαδή πράγματα που φτιάχνονται με πολύ μεγάλη δυσκολία. Δεν χρησιμοποιούνται πλέον σε τέτοιου είδους ταινίες, καθώς όλοι έχουν καταφύγει στα ψηφιακά εφέ. Οπότε επιστρατεύσαμε 2-3 συνεργεία από την Γαλλία και την Ελλάδα για να μπορέσουμε να κάνουμε αυτό το πράγμα, όπως το ήθελα εγώ και οι συνεργάτες μου. Όπως ήταν στις ταινίες που είχα αγαπήσει τότε, με μια διάθεση όχι τόσο νοσταλγίας, γιατί η ταινία είναι τελείως αντινοσταλγική. Είναι το αντίθετο της νοσταλγίας» μας εξηγεί ο σκηνοθέτης του «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο», Γιάννης Βεσλεμές.
Οι 12 ταινίες του διεθνούς διαγωνιστικού προγράμματος του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Thursday, november 21, 2024