Η δυναμική επιστροφή στη μεγάλη οθόνη του Αλέξανδρου Αβρανά και της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δύο πολυβραβευμένοι σκηνοθέτες με ξεχωριστό κινηματογραφικό στίγμα επιστρέφουν μετά από πολύ καιρό στις αίθουσες, με δύο εξαιρετικές ταινίες, εντελώς διαφορετικές, που σε κάνουν να προβληματιστείς για τους μηχανισμούς της κοινωνίας μας, το ρόλο και την αποστολή μας ως πολίτες και την αντίδρασή μας σε ένα σύστημα που ισοπεδώνει τα πάντα.
Επτά χρόνια μετά από το «Love me not», ο Αλέξανδρος Αβρανάς παρουσιάζει το «Quiet Life», την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του. Το φιλμ έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο παράλληλο διαγωνιστικό τμήμα Orizzonti, στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, όπου κέρδισε το βραβείο Interfilm.
Πρόκειται για μια συναρπαστικό δράμα που εκτυλίσσεται στην Σουηδία, το 2018. Ο Σεργκέι και η Νατάλια με τις δυο κόρες τους έχουν δραπετεύσει από τη Ρωσία, μετά από μια επίθεση που παραλίγο να στοιχίσει στον Σεργκέι τη ζωή του. Η οικογένεια περιμένει την απόφαση της Υπηρεσίας Μετανάστευσης για την αίτηση ασύλου που έχει υποβάλει. Προσπαθούν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή: εργάζονται σκληρά, στέλνουν τα παιδιά τους σε σουηδικό σχολείο, μαθαίνουν τη γλώσσα και υπομένουν τους τακτικούς ελέγχους των αρχών, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα αποκτήσουν τη σουηδική υπηκοότητα.
Όταν όμως η αίτησή τους απορρίπτεται, η μικρότερη κόρη τους, η Κάτια, καταρρέει και βυθίζεται σε κώμα. Πάσχει από Σύνδρομο Παραίτησης. Είναι ένα πραγματικό σύνδρομο (Child Resignation Syndrome), μια ψυχονευρολογική ασθένεια που πλήττει κυρίως παιδιά προσφύγων, ηλικίας 5-15 ετών. Απασχολεί διάφορες χώρες της Ευρώπης, με πιο πρόσφατη την Ουκρανία. Η Σουηδία μόνο έχει αντιμετωπίσει εκατοντάδες αντίστοιχα περιστατικά με παιδιά προσφύγων τα τελευταία χρόνια:
«Το 2018, διάβασα ένα άρθρο στο New Yorker, το οποίο μιλούσε γι’ αυτό το σύνδρομο. Η αλήθεια είναι ότι είχα ξαφνιαστεί τότε τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτό είναι πραγματικότητα ή μυθοπλασία. Ήταν κάτι τελείως δυστοπικό. Όταν κάναμε έρευνα με τον σεναριογράφο μου, Σταύρο Παμπαλλή, αποφασίσαμε τελικά ότι αυτό είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα αλληγορία για να μιλήσουμε για μια κοινωνία, την κοινωνία μας και τι αφήνουμε πίσω στα παιδιά μας. Αυτό το σύνδρομο παραίτησης είναι στην ουσία μια κατάσταση μετατραυματικού στρες. Αφορά τα παιδιά που έχουν βιώσει μια πολύ έντονη κατάσταση στη χώρα προέλευσής τους, όπως για παράδειγμα έχουν δει κάποιο γονιό τους να βιάζεται, να σκοτώνεται, να έχει γίνει κάποια απόπειρα εναντίον του.
Όταν πάνε στη Σουηδία ή σε κάποια άλλη χώρα υποδοχής, ζουν μια χαρά και τους προσφέρονται τα πάντα, γιατί οι Σουηδοί τους προσφέρουν παιδεία, πάνε σχολείο, μαθαίνουν τη γλώσσα πάρα πολύ γρήγορα, προσαρμόζονται στην κοινωνία και “σουηδοποιούνται” πολύ εύκολα. Αντίθετα, οι γονείς τους ζουν σε ένα limbo, περιμένοντας την απόφαση ασύλου. Όταν έρχεται αυτή και τους λέει ότι πρέπει να επιστρέψουν στη χώρα τους, είναι σαν να φεύγουν από την κόλαση, να πηγαίνουν στον παράδεισο και μετά να επιστρέφουν και πάλι στην κόλαση. Κάποια παιδιά δεν είναι ικανά να αποδεχτούν αυτή την κατάσταση, αυτή την αλλαγή προς το χειρότερο. Ο οργανισμός τους αμύνεται, “σβήνοντας” τον εγκέφαλο, το ανώτατο τμήμα του. Έτσι πέφτουν σε κώμα, το οποίο μπορεί να κρατήσει έως και 5 χρόνια» μας εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Μετά το βραβευμένο «Miss Violence», ο Αλέξανδρος Αβρανάς ανατέμνει για άλλη μια φορά χειρουργικά το θεσμό της οικογένειας, στήνοντας κινηματογραφικά ένα ασφυκτικό, αποστειρωμένο σύμπαν, από το οποίο φαίνεται ότι δεν υπάρχει διαφυγή. Ο εφιάλτης της οικογένειας μεγεθύνεται, καθώς οι δύο γονείς θα κάνουν τα πάντα για να μην επιστρέψουν στη Ρωσία. Απέναντί τους είναι ένας κρατικός μηχανισμός που δεν πείθεται για την αλήθεια των λεγομένων τους. Η αντοχή και η αποφασιστικότητα τους δοκιμάζονται. Οι συνέπειες θα είναι αλυσιδωτές στα παιδιά. Ο Σεργκέι και η Νατάλια μπορούν να βρουν τη δύναμη και την ελπίδα που χρειάζονται για να σώσουν τις κόρες τους;
«Σ’ αυτή την ταινία, η οικογένεια είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ήταν στο Miss Violence. Δηλαδή τότε το σύστημα ήταν η οικογένεια, ενώ τώρα έχουμε μια οικογένεια ενάντια στο σύστημα. Νομίζω ότι στην ταινία το σύστημα ξεφεύγει από τα όρια της Σουηδίας. Εγώ ήθελα να γίνει παγκόσμιο. Δεν αφορά δηλαδή μόνο τη Σουηδία, αφορά κάθε οικογένεια, κάθε έννοια πρόσφυγα. Το λέω έτσι γιατί και στην εποχή μας με την κλιματική αλλαγή, όλοι θα καταλήξουμε πρόσφυγες κάποια στιγμή. Στην προκειμένη περίπτωση, η οικογένεια θίγει και ένα άλλο ζήτημα: την επανάσταση. Ο πατέρας, στη χώρα που ζούσε, τη Ρωσία και από την οποία έφυγε, ήταν από αυτούς που αντιτάχθηκαν στο σύστημα του Πούτιν, σ’ αυτό το φασιστικό, δικτατορικό καθεστώς. Γι’ αυτό για μένα τίθεται και ένα άλλο ερώτημα. Πώς ένας επαναστάτης μπορεί να είναι εγωιστής, γιατί οι πράξεις του προκαλούν κακό στην οικογένειά του ή δουλεύει τελικά για το κοινωνικό συμφέρον».
Μετά το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο και το διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη παρουσίασε την ταινία της «Harvest» σε πανελλήνια πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για μια ελεύθερη κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου, καταπληκτικού μυθιστορήματος του Τζιμ Κρέις.
Η δράση εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια επτά ημερών. Ένα ανώνυμο χωριό, σ’ έναν απροσδιόριστο χρόνο και τόπο, εξαφανίζεται. Ο Γουόλτερ Θερσκ, ένας αστός που έγινε αγρότης, και ο Λόρδος Τσαρλς Κεντ, ένας άβουλος γαιοκτήμονας της περιοχής, είναι δυο παιδικοί φίλοι που προετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν μια εισβολή από τον έξω κόσμο: την πληγή της νεωτερικότητας. Η ταινία αποτυπώνει την ιστορική στιγμή που αλλάζει μορφή ο κόσμος, τις τεκτονικές αλλαγές της ιστορίας και πώς αυτές σαρώνουν μια μικρή ανθρώπινη κοινότητα. Συναντήσαμε την σκηνοθέτιδα στη Θεσσαλονίκη. Επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη, εννιά χρόνια μετά το «Chevalier»:
«Το βιβλίο θεωρείται ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του 21ου αιώνα. Ασχολείται με πάρα πολλά θέματα, τα οποία αποτελούν ένα παλίμψηστο: Προκαπιταλισμός, τι σημαίνει ξένος και ξενοφοβία, τι σημαίνει γυναίκα, τι σημαίνει καταστροφή της φύσης, τι σημαίνει απώλεια της ιθαγενούς γης. Τι σημαίνει επίσης να είμαστε παρατηρητές σε μια κατάσταση και να μην κάνουμε τίποτε. Απλά να καταναλώνουμε δηλαδή την τραγωδία που συμβαίνει γύρω μας, χωρίς να μπορούμε ή να θέλουμε στην ουσία να δράσουμε και να επέμβουμε. Δείχνει την παράλυσή μας, ως ανθρώπινα όντα και πολίτες. Το τι σημαίνει επίσης να είσαι δειλός. Είναι όλα αυτά τα ζητήματα μαζί και ήταν όλα μαζί μέσα στην ύφανση της κάθε σκηνής».
Παρόλο που η ταινία εκτυλίσσεται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, σε μια αγροτική φάρμα στην Σκωτία, η σκηνοθετική πρόθεση και το αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα άχρονα και διαχρονικά, αναδεικνύοντας τον επικαιρικό χαρακτήρα της ταινίας. Μια αθώα κοινότητα πέφτει θύμα της εξουσίας, ενώ τα μέλη της είναι ουσιαστικά αδύναμα και φοβισμένα, ενώπιον της πλήρους καταστροφής της ζωής τους. Ο καπιταλισμός έρχεται να τους τα πάρει όλα. Ο κεντρικός χαρακτήρας, τον οποίο ερμηνεύει αποστομωτικά ο Κάλεμπ Λάντρι-Τζόουνς, είναι ένας αντιήρωας που ενώ σε θυμώνει με την απάθεια και την απραξία του, σε γοητεύει με την κρυφή ιώβεια υπομονή του, που μετατρέπεται σε δράση στο τέλος της ταινίας:
«Δεν με ενδιέφερε να κάνω μια ταινία εποχής. Είναι μια ιστορική ταινία, που είναι διαχρονική, γιατί δεν έχει αλλάξει τίποτε. Δηλαδή όλα αυτά τα θέματα που πραγματεύεται ισχύουν και σήμερα: η απώλεια της γης, η κλοπή της γης, η αρχή μιας πολύ αργής γενοκτονίας, η οποία συμβαίνει μέχρι σήμερα και ειδικά σήμερα. Το τι σημαίνει ο Γουόλτ είναι πολύ σημαντικό σε σχέση με το υπερεγώ του σύγχρονου πολίτη ή ανθρώπου. Ελπίζω να είναι αρκετά καθαρό ότι ο Γουόλτ δεν έχει μόνο ένα επίπεδο ως χαρακτήρας. Αυτό που κάνει στο τέλος, παρόλο που είναι απαθής, γίνεται με τον δικό του μικρό τρόπο γενναίος. Είναι η δική του κάθαρση αλλά και η κάθαρση αυτού του κόσμου που στήσαμε. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αυτό κάνει, δεν έχει καμιά απολύτως σημασία ή ωφέλεια. Νομίζω όμως ότι κάποιες φορές, μια μικρή χειρονομία αντίστασης είναι πιο σημαντικό το να γίνει, ακόμη κι αν δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη άμεση επίπτωση» τονίζει η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη.
Το «Harvest» θα βγει στις ελληνικές αίθουσες την άνοιξη του 2025, από το Cinobo και τη Faliro House.
Thursday, november 21, 2024