10ο Beyond Borders: Τα ελληνικά ντοκιμαντέρ του μicro Διαγωνιστικού Τμήματος

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Το 10ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελλορίζου Beyond Borders περιλάμβανε φέτος ένα πλούσιο πρόγραμμα ταινιών, παρουσιάσεων, masterclass, συζητήσεων και μουσικών εκδηλώσεων. Φιλοξένησε στα δύο διαγωνιστικά του τμήματα 42 ταινίες απ’ όλον τον κόσμο, οι 35 από τις οποίες προβλήθηκαν σε ελληνική, διεθνή και παγκόσμια πρεμιέρα. Το κεντρικό θέμα της διοργάνωσης ήταν «Η μνήμη υφαίνει το μέλλον». Η 10η επετειακή έκδοση ήταν αφιερωμένη στο ελληνικό ντοκιμαντέρ με έμφαση στη σύγχρονη δημιουργία και παραγωγή:
«Το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελλόριζου Beyond Borders διοργανώνεται από το Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών στην Αθήνα, αλλά διεξάγεται κάθε Αύγουστο, την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου, εδώ στο Καστελλόριζο. Αυτό που προέχει είναι ταινίες τεκμηρίωσης πολύ υψηλού επιπέδου, με πολύ μεγάλη ποιότητα,επικεντρωμένες κυρίως σε θέματα ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά.
Φέτος στη δέκατη διοργάνωση, τιμώμενη χώρα είναι η Ελλάδα και κατά συνέπεια ο Έλληνας δημιουργός. Είναι πάρα πολύ σημαντικό το Beyond Borders να μπορέσει αφενός να βοηθήσει ουσιαστικά τους νέους ανερχόμενους κινηματογραφιστές, τους νέους ανερχόμενους σκηνοθέτες, αλλά ταυτόχρονα να βοηθήσει ουσιαστικά και τον έμπειρο, πεπειραμένο ντοκιμαντερίστα, σκηνοθέτη ή Έλληνα παραγωγό να έρθει σε επαφή εδώ στο Καστελλόριζο με πολύ σημαντικά ονόματα της διεθνούς βιομηχανίας κινηματογράφου. Αυτό προσπαθεί να κάνει το Φόρουμ συμπαραγωγών κάθε μέρα εδώ στο Καστελλόριζο» αναφέρει η Ειρήνη Σαρίογλου, καλλιτεχνική διευθύντρια του φεστιβάλ ντοκιμαντέρ.
Το μicro Διαγωνιστικό Τμήμα περιλάμβανε 24 ντοκιμαντέρ μικρού μήκους. Ανάμεσά τους τρεις ελληνικές παραγωγές.
Ο Θάνος Λυμπερόπουλος παρουσίασε το ντοκιμαντέρ «Between a rock and a hard place». Πρωταγωνιστές είναι μια μικρή ομάδα παιδιών από το Αφγανιστάν που φοιτούν σε ένα προσφυγικό σχολείο στην Αθήνα. Θέλουν να πάρουν θέση ενάντια στους Ταλιμπάν, που εδραιώνουν την εξουσία τους το 2021, γνωρίζοντας πολύ καλά τι περιμένει τους συμπατριώτες τους. Η ταινία παρακολουθεί την προετοιμασία τους για τη συμμετοχή σε μια διαδήλωση κατά των Ταλιμπάν, που διοργανώνει η αφγανική κοινότητα στην Αθήνα:
«Αυτοί οι άνθρωποι φεύγουν από μία χώρα που μπορεί να έχει πόλεμο, που μπορεί να έχει ένα απολυταρχικό θεοκρατικό καθεστώς, όπως το Αφγανιστάν, που θέλει τις γυναίκες να παντρεύονται από 12 χρονών, να μην μπορούν να πάνε στο πανεπιστήμιο, να φοράνε αυτά τα ρούχα και έρχονται σε μία χώρα η οποία τους φέρεται κι αυτή εξίσου σκληρά. Τους έχει σε camps, τα οποία δεν έχουν ρεύμα, δεν έχουν φαγητό, είναι βρώμικα. Αυτά τα παιδιά δεν πήγαν ποτέ σχολείο στην Ελλάδα, ενώ βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ ότι πολλά κορίτσια είχαν φύγει από τη χώρα τους για να συνεχίσουν σπουδές τους. Ήρθαν στην Ελλάδα, σε μία χώρα που πάλι δεν τους προώθησε καθόλου στην εκπαίδευση.
Στην πορεία καταλάβαμε ότι αυτά τα παιδιά, ενώ θεωρούμε ότι είναι θύματα, ότι έχουν περάσει δύσκολα, έχουν μεγαλώσει μέσα από όλα αυτά που έχουν περάσει. Έχουν ωριμάσει πάρα πολύ γρήγορα καλώς ή κακώς, από όλες τις δυσκολίες και τις συνθήκες που αντιμετώπισαν. Και όντως θέλουν πάρα πολύ να μιλήσουν, να συμμετέχουν, να πουν αυτά που θέλουν, να σταθούν ενάντια σε αυτό το απολυταρχικό καθεστώς. να πουν στον κόσμο: “Κοιτάξτε, συμβαίνει αυτό στη χώρα μου, είμαι εδώ. Θα ήθελα να ήμουν στη χώρα μου. Δεν έχω έρθει να πάρω τη δουλειά κανενός. Θα ήθελα να ζω στη χώρα μου, με τους φίλους και την οικογένειά μου. Και έχω έρθει εδώ πέρα από ανάγκη πραγματικά”. Ήταν πραγματικά συγκλονιστικό ότι έβλεπες παιδιά 12-15 ετών να έχουν ωριμάσει και να μιλάνε με πολιτικό λόγο, να έχουν μάθει αγγλικά σε καράβια και να θέλουν όντως να πουν την ιστορία τους» τονίζει ο Θάνος Λυμπερόπουλος.
Στο ντοκιμαντέρ «Fatbardha» της Κίτι Κεντέζι, παρακολουθούμε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, τους παππούδες της στο μικρό τους διαμέρισμα. Ο Νίκο είναι καθηλωμένος σε νοσοκομειακό κρεβάτι, ενώ η Φατμπάρντα, παρά τις δικές της κινητικές δυσκολίες, φροντίζει και τους δύο. Καθώς η ηλικία και οι ασθένειες δεν τους επιτρέπουν να μετακινηθούν, το ζευγάρι έρχεται όλο και πιο κοντά μέσα από τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Τα γυρίσματα έγιναν τον Φεβρουάριο του 2024 και η ταινία ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς:
«Ήταν ένα πρωινό σε ένα διαμέρισμα στα Πατήσια, όπου στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν μου γεννήθηκε η ιδέα. Απλά είχα μια ανάγκη να δω αυτούς τους δύο ανθρώπους που είχα πάρα πολύ καιρό να τους δω. Είχα πάρα πολλά χρόνια να πάω να τους δω για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Οπότε ήταν μια απόφαση πολύ ιδιαίτερη και σημαντική για μένα, γιατί είχα να αντιμετωπίσω συγκεκριμένο φόβο μου. Στην πραγματικότητα δεν ήθελα να έρθω αντιμέτωπη με τη φθορά τους. Η ιστορία είναι η αγάπη δύο ηλικιωμένων πριν το τέλος. Αυτό κάπως εμένα με συγκινεί. Θέλω να πω, ιδιαίτερα σε αυτή την εποχή, στην οποία οι ταχύτητες είναι πάρα πολύ μεγάλες, οι εναλλαγές είναι πάρα πολλές, οπότε αυτές οι σχέσεις που διατηρούνται στον χρόνο με φροντίδα, με ότι κι αν περιλαμβάνουν, κάπως με συγκινούν, οπότε ήθελα να αποτυπώσω ο,τι μπορούσα από αυτή τη συνθήκη» μας εξηγεί η Κίτι Κεντέζι.
Η Αρετή Παγουλάτου έχει σπουδάσει κινηματογράφο στο Λονδίνο. Στο ντοκιμαντέρ «We will grow» καταγράφει την αντίδραση των κατοίκων της Ρόδου και τη συλλογική τους προσπάθεια να περισώσουν ό,τι μπορούν, στις καταστροφικές πυρκαγιές που έκαψαν μεγάλο μέρος της Ρόδου, τον Αύγουστο του 2023. Κατά τη διάρκειά τους, οι κάτοικοι του νησιού άφησαν τις δουλειές τους για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, οργανώνοντας ένα ισχυρό δίκτυο υποστήριξης των δυνάμεων πυρόσβεσης και των πληγέντων, αλλά και διάσωσης των ζώων του νησιού. Η ταινία ακολουθεί ακτιβιστές που αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της καταστροφής καθώς αναλογίζονται την εμπειρία και την απώλειά τους, αποκαλύπτοντας παράλληλα την έλλειψη διαθέσιμου προσωπικού και εξοπλισμού για τη διαχείριση των φυσικών καταστροφών στην Ελλάδα:
«Ήθελα με αυτή την ταινία να αναδείξω τη συλλογική δράση, το πώς όλοι οργανωθήκαμε σε ένα grassroots level, σε ένα πάρα πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα και τι ανταπόκριση υπήρξε. Οπότε ήταν μια τεράστια διαδικασία την οποία οργανώσαμε συλλογικά σαν κοινότητα, εμείς οι πολίτες της Ρόδου. Δεν θέλω πλέον να προσδιορίζω αυτό που έγινε ως εθελοντισμό, γιατί αυτό σημαίνει ότι πάμε να το κάνουμε από την καλή μας την καρδιά. Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι όχι μόνο στη Ρόδο, αλλά και σε πάρα πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας έχουν υπάρξει παρόμοιες καταστάσεις. Πυρκαγιές, πλημμύρες. Οι άνθρωποι δεν πάνε να κάνουν εθελοντικά μια δουλειά. Πάνε να σβήσουν φωτιές, να διασώσουν κόσμο γιατί απλά δεν υπάρχει καμία άλλη ανταπόκριση και είναι οι μόνοι που μπορούν να το κάνουν. Και επίσης ξέρουν πάρα πολύ καλά τον τόπο τους και πώς μπορούν να βοηθήσουν.
Ζούμε σ’ ένα κράτος το οποίο έχει την ευθύνη να προστατεύει τους πολίτες του και δεν θα έπρεπε να στηριζόμαστε στην καλή διάθεση των πολιτών ως προς το να προστατεύσουν τα χωράφια τους, να προστατέψουν τους τουρίστες, να προστατεύσουν τους κατοίκους των χωριών. Θα έπρεπε να υπάρχει κρατική οργάνωση. Θα έπρεπε να υπάρχει οργάνωση. Το πιο συγκινητικό στοιχείο που παρατήρησα όσο ήμουν στη Ρόδο ήταν πρώτον το πόσο άμεσα οργανωθήκαμε κάπως αυτόματα. Ήταν σαν να ξέραμε ότι κάνουμε κάτι πολύ ιδιαίτερο. Υπήρχε συλλογικότητα κι εκείνη τη στιγμή δεν μας ένοιαζε τίποτα άλλο. Να τονίσω επίσης ότι υπάρχει απίστευτη αγάπη για το νησί μας και απίστευτη θέληση να το προστατεύσουμε» τονίζει η Αρετή Παγουλάτου.
Φέτος το Beyond Borders συμπλήρωσε δέκα χρόνια δυναμικής παρουσίας. Ποια είναι τα σχέδια για το μέλλον; Πώς ονειρεύονται οι συντελεστές του το αύριο; Ο Μισέλ Νολ είναι σκηνοθέτης και παραγωγός, Διευθυντής Διεθνούς Ανάπτυξης και ψυχή του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελλορίζου:
«Ένα από τα σημαντικά πράγματα που κάναμε σε αυτό το φεστιβάλ τα τελευταία 10 χρόνια ήταν να δώσουμε μεγάλη προσοχή στο μέλλον του κινηματογράφου και στους μελλοντικούς κινηματογραφιστές. Έχουμε πολλές πρωτοβουλίες εδώ για να βοηθήσουμε τους νέους που θέλουν να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο, να τους δώσουμε χώρο και να τους προσφέρουμε γνώσεις, εμπειρία και συμβουλές, ώστε να μπορούν να δημιουργήσουν πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες στο μέλλον.
Ήρθε η ώρα, τώρα που έχουμε αυτά τα δέκα χρόνια πίσω μας, να σκεφτούμε επίσης, να θυμηθούμε από πού προερχόμαστε. Ποιες είναι οι ουσιαστικές ταινίες που έχουν γυριστεί, που έχουν μετατρέψει το ντοκιμαντέρ σε μια μορφή τέχνης που χρειάζονται οι σύγχρονες δημοκρατίες αυτού του κόσμου; Έτσι, θα επικεντρωθούμε ιδιαίτερα στη δημιουργία ίσως ενός δικτύου Ταινιοθήκη, ίσως ενός τμήμα κλασικών ταινιών, που μπορούν να εμπνεύσουν, ακόμα και σήμερα, τους νέους κινηματογραφιστές για το αύριο. Επομένως, δεν θα σταματήσουμε ποτέ να δίνουμε προσοχή στους νέους κινηματογραφιστές. Αλλά θα ρίξουμε μια ματιά και σε ό,τι έχουν κάνει οι παλαιότεροι. Και με αυτό, ίσως καταφέρουμε να συνδυάσουμε αρμονικά τους νέους με τους παλαιότερους κινηματογραφιστές, με τη δημιουργικότητα να παραμένει στο επίκεντρο της δραστηριότητας».
Today