Βόρεια Ιρλανδία: Αθώος ο πρώην Βρετανός αλεξιπτωτιστής για τους φόνους της «Ματωμένης Κυριακής»

Ένας πρώην Βρετανός αλεξιπτωτιστής απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες για φόνο σχετικά με τη σφαγή της «Ματωμένης Κυριακής» το 1972 στη Βόρεια Ιρλανδία — μία από τις πιο σκοτεινές στιγμές της περιόδου που έμεινε γνωστή ως The Troubles.
Ο κατηγορούμενος, γνωστός μόνο ως «Στρατιώτης F», ήταν ο μοναδικός στρατιώτης που παραπέμφθηκε σε δίκη για το περιστατικό, κατά το οποίο μέλη του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών άνοιξαν πυρ εναντίον διαδηλωτών στο Λόντοντερι (γνωστό και ως Ντέρι), σκοτώνοντας 13 ανθρώπους και τραυματίζοντας τουλάχιστον 15 ακόμη.
Ο πρώην δεκανέας είχε δηλώσει αθώος για δύο ανθρωποκτονίες —των 22χρονου Τζέιμς Ρέι και 27χρονου Γουίλιαμ ΜακΚίνεϊ— καθώς και για πέντε απόπειρες ανθρωποκτονίας.
Την Πέμπτη, ο δικαστής Πάτρικ Λιντς του Ανώτερου Δικαστηρίου του Μπέλφαστ έκρινε ότι δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την ενοχή του κατηγορουμένου.
Ωστόσο, ο Λιντς, ο οποίος προήδρευσε σε δίκη χωρίς ενόρκους, τόνισε ότι εκείνη την ημέρα οι Βρετανοί στρατιώτες «είχαν χάσει κάθε αίσθηση στρατιωτικής πειθαρχίας». «Πυροβολώντας πισώπλατα άοπλους πολίτες που έτρεχαν να σωθούν στους δρόμους μιας βρετανικής πόλης… όσοι το έκαναν θα έπρεπε να ντρέπονται», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο δικαστής πρόσθεσε ότι δεν μπορούσε να εκδώσει καταδικαστική απόφαση, καθώς η έννοια της «συλλογικής ενοχής» δεν υφίσταται στα δικαστήρια.
Η απόφαση αποτέλεσε πλήγμα για τις οικογένειες των θυμάτων, που αγωνίζονται για δικαίωση εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο «Στρατιώτης F» πυροβόλησε κατά διαδηλωτών που προσπαθούσαν να διαφύγουν στις 30 Ιανουαρίου 1972, κατά τη διάρκεια πορείας για τα πολιτικά δικαιώματα στο Ντέρι.
Η «Ματωμένη Κυριακή» έγινε σύμβολο του διχασμού ανάμεσα στους καθολικούς υποστηρικτές της ενοποίησης της Ιρλανδίας και τις προτεσταντικές δυνάμεις που επιθυμούσαν να παραμείνει η Βόρεια Ιρλανδία μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου.
Αρχικά, η βρετανική κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι στρατιώτες ενήργησαν σε αυτοάμυνα απέναντι σε ένοπλους και σε διαδηλωτές που εκτόξευαν βόμβες μολότοφ — ισχυρισμός που αργότερα κατέρρευσε.
Παρότι η βία τερματίστηκε με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, οι εντάσεις παραμένουν. Οι οικογένειες των θυμάτων εξακολουθούν να ζητούν δικαιοσύνη, ενώ βετεράνοι του στρατού θεωρούν ότι έχουν στοχοποιηθεί άδικα από τις έρευνες.
Η δίκη και οι μαρτυρίες
Κατά τη διάρκεια της πεντάδομης δίκης, ο κατηγορούμενος παρέμεινε πίσω από κουρτίνα, χωρίς να καταθέσει ο ίδιος ή να παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία. Σε ανάκριση το 2016, είχε δηλώσει ότι δεν θυμόταν με αξιοπιστία τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, αλλά ήταν «σίγουρος πως ενήργησε σύμφωνα με το καθήκον του».
Η υπεράσπιση χαρακτήρισε την υπόθεση της εισαγγελίας «θεμελιωδώς αδύναμη και εσφαλμένη», στηριγμένη σε αμφίβολες μαρτυρίες άλλων στρατιωτών και θολές αναμνήσεις επιζώντων που προσπαθούσαν να σωθούν από τα πυρά.
Οι εισαγγελείς είχαν βασιστεί στις καταθέσεις δύο συναδέλφων του —του «Στρατιώτη G», ο οποίος έχει πεθάνει, και του «Στρατιώτη H», που αρνήθηκε να καταθέσει— ενώ η υπεράσπιση επιχείρησε ανεπιτυχώς να τις αποκλείσει.
Οι έρευνες και η πολιτική διάσταση
Η πρώτη επίσημη έρευνα είχε απαλλάξει τους στρατιώτες, όμως μια δεύτερη, εκτενέστερη το 2010, κατέληξε ότι οι στρατιώτες πυροβόλησαν άοπλους πολίτες και στη συνέχεια εμπλέκονταν σε συγκάλυψη που διήρκεσε δεκαετίες.
Τότε, ο τότε πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον είχε ζητήσει δημόσια συγγνώμη, χαρακτηρίζοντας τις δολοφονίες «αδικαιολόγητες και ανεπίτρεπτες».
Τα πορίσματα εκείνης της έρευνας άνοιξαν τον δρόμο για τη δίωξη του «Στρατιώτη F», αν και η υπόθεση αντιμετώπισε πολλές καθυστερήσεις και αναβολές μέχρι να φτάσει στο δικαστήριο το 2025.
Today