Ξηρασία και αμφιβολίες: μπορεί η Ευρώπη να βοηθήσει τα διψασμένα κράτη μέλη της;

Η περσινή χρονιά ήταν καταστροφική για τις ελιές του Γιάννη. Οι ελιές ήταν τόσο μικρές που διοχετεύτηκαν στην αγορά λαδιού, η οποία είναι πολύ λιγότερο επικερδής, λέει ο ίδιος. Η φετινή χρονιά φαίνεται να είναι μόνο ελάχιστα καλύτερη. Την ημέρα των γυρισμάτων, συμπληρώνονται δύο μήνες που δεν έχει πέσει ούτε μία σταγόνα βροχής εδώ.
«Λόγω της κλιματικής κρίσης, αυτή η ποικιλία ελιάς αντιμετωπίζει πολλά σοβαρά προβλήματα. Αυτό οφείλεται κυρίως στη λειψυδρία, αλλά και στις υψηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, οι οποίες δεν παρέχουν στα δέντρα τις ώρες ψύχους που χρειάζονται για να καρποφορήσουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλά δέντρα να μην έχουν ελιές», εξηγεί ο Γιάννης.
Η θερμοκρασία του αέρα σήμερα είναι 37ºC. Η υγρασία του εδάφους φτάνει μετά βίας το 50%. Ο Γιάννης αναγκάστηκε να επενδύσει σε ένα ακριβό σύστημα άρδευσης, το οποίο, όπως παραδέχεται ο ίδιος, μεταβάλλει επίσης την ευαίσθητη ισορροπία των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων.
20 χιλιόμετρα μακριά, ακόμη ένας αγρότης αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα... σε μια διαφορετική καλλιέργεια. Ο Δημήτρης είναι συνιδιοκτήτης σε 630 φιστικιές. Χρόνια με ξηρασία περνούν και οι αρχές συνεχίζουν να κάνουν τα στραβά μάτια, ισχυρίζεται.
«Δεν έχει γίνει τίποτα όσον αφορά την εκπαίδευση των αγροτών στη σωστή διαχείριση των υδάτων. Δεν έχουμε καν συστήματα γεωργίας ακριβείας. Ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί», αναφέρει. «Το κράτος θα έπρεπε να είχε κάνει κάτι ήδη, ώστε να είχαμε αποφύγει τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε. Τα τελευταία 15 χρόνια χτυπά ο κώδωνας του κινδύνου. Εμείς οι Έλληνες μαθαίνουμε πάντα να ζούμε με την ελπίδα και το νερό είναι η ελπίδα», καταλήγει ο Δημήτρης.
Σε ορισμένες περιοχές, η γεωργία και η κτηνοτροφία καταναλώνουν έως και το 90% των υδάτινων πόρων με υποδομές που συχνά είναι απαρχαιωμένες και αναποτελεσματικές. Άλλοι τομείς όπως η βιομηχανία ή ο τουρισμός καταναλώνουν εξίσου μεγάλες ποσότητες.
Υπό αυτήν την πίεση, η ελληνική κυβέρνηση μόλις δεσμεύτηκε για επείγουσες επενδύσεις και πλήρη αναδιοργάνωση των διαφόρων οργανισμών διαχείρισης υδάτων. Η στρατηγική για την ανθεκτικότητα των υδάτων που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει περαιτέρω τον εκσυγχρονισμό των υποδομών μέσω δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης και ψηφιακών λύσεων.
Όμως θα είναι αυτό αρκετό;
Θέτουμε το ερώτημα στην Ελπίδα Κολοκυθά, επικεφαλής ενός από τα Κέντρα της UNESCO για την ολοκληρωμένη και πολυεπιστημονική διαχείριση των υδάτινων πόρων. Είναι επίσης καθηγήτρια του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
«Δεν είναι ότι δεν έχουμε υδάτινους πόρους. Σημαίνει ότι δεν τους χρησιμοποιούμε με τον κατάλληλο τρόπο. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα γιατί ζούμε σε μια νέα κανονικότητα. Η νέα κανονικότητα είναι ότι λόγω της κλιματικής αλλαγής βιώνουμε πάρα πολύ συχνά πλημμύρες και ξηρασίες. Επομένως, πρέπει πρώτα να ενημερώσουμε τα δεδομένα μας», λέει.
Αρκούν η οδηγία της ΕΕ για τα ύδατα του 2000 και η επακόλουθη ελληνική νομοθεσία για να δώσουν τις κατάλληλες λύσεις;
«Έχουμε σημειώσει μεγάλη πρόοδο. Φυσικά, εξακολουθούμε να έχουμε ανεπάρκειες στη διακυβέρνηση. Και στην Ελλάδα», απαντά η Ελπίδα Κολοκυθά. «Η λύση του προβλήματος είναι ένας συνδυασμός έργων υδραυλικής μηχανικής με κάποια ήπια διαρθρωτικά μέτρα, όπως η εξοικονόμηση νερού ή οι εκστρατείες ενημέρωσης για το νερό, αλλά και ο έλεγχος των διαρροών.»
Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανθεκτικότητα των υδάτων στοχεύει στη μείωση της κατανάλωσης και τη βελτίωση της ορθολογικής χρήσης του νερού στην ΕΕ κατά 10% έως το 2030.
Today